ποιηματάκι

ποιηματάκι
το, Ν [ποίημα, -ατος]
1. μικρό, ολιγόστιχο ποίημα
2. ασήμαντο ποίημα
3. φρ. «τό είπε το ποιηματάκι του» — είπε πράγματα που τά λέει συνήθως, μηχανικά ή υποβολιμαία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”